1. Λέξη
    μπλοκάρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μπλοκάρω - μπλοκάρουμε - μπλοκ - χακάρισμα - μποτιλιάρισμα - τρακάρισμα - παρκάρισμα)
  2. Συνώνυμα
    • φραγή
    • αποκλεισμός
    • αποτροπή
    3
  3. Αντώνυμα
    • άνοιγμα
    • επιτρέψιμο
    • προσβασιμότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπλοκάρισμα, δηλαδή η διαδικασία εμποδισμού της πρόσβασης ή της ροής.
    • Στον αθλητισμό, η ενέργεια του εμποδισμού ενός αντιπάλου ή της μπάλας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το μπλοκάρισμα της εισόδου προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση.
    • Ο παίκτης πραγματοποίησε εντυπωσιακό μπλοκάρισμα και απέτρεψε το γκολ.
    2