Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπλοκάρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μπλοκάρω
-
μπλοκάρουμε
-
μπλοκ
-
χακάρισμα
-
μποτιλιάρισμα
-
τρακάρισμα
-
παρκάρισμα
)
Συνώνυμα
φραγή
αποκλεισμός
αποτροπή
3
Αντώνυμα
άνοιγμα
επιτρέψιμο
προσβασιμότητα
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπλοκάρισμα, δηλαδή η διαδικασία εμποδισμού της πρόσβασης ή της ροής.
Στον αθλητισμό, η ενέργεια του εμποδισμού ενός αντιπάλου ή της μπάλας.
2
Παραδείγματα
Το μπλοκάρισμα της εισόδου προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση.
Ο παίκτης πραγματοποίησε εντυπωσιακό μπλοκάρισμα και απέτρεψε το γκολ.
2