1. Λέξη
    μπουκαλάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μπαλάκι - μπουκ - μπουκιά)
  2. Συνώνυμα
    • ποτήρι
    • κύπελλο
    • φλυτζάνι
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρό ποτήρι, συνήθως από γυαλί ή πλαστικό, που χρησιμοποιείται για το σερβίρισμα ποτών.
    • Συσκευή ή αντικείμενο που μοιάζει σε σχήμα με μπουκαλάκι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έβαλα το νερό σε ένα μπουκαλάκι για να το πιω.
    • Το μπουκαλάκι του καφέ ήταν πολύ μικρό για τα γούστα μου.
    2