1. Λέξη
    μπουκιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μπουκ - μπουνιά - μπουκάλι - μπουκέτο - μπουκάρω - μπουθ - μπογιά - μπουζί - μπουκαλάκι - μπουκάρουν)
  2. Συνώνυμα
    • γροθιά
    • μπουνιά
    • χτύπημα
    3
  3. Αντώνυμα
    • χάδι
    • φιλί
    • αγκαλιά
    3
  4. Ορισμός
    • Μεγάλο και δυνατό χτύπημα με τη γροθιά.
    • Επίθεση με τη χρήση της γροθιάς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τον χτύπησε με μια δυνατή μπουκιά στο πρόσωπο.
    • Η μπουκιά που έλαβε τον έριξε κάτω.
    2