1. Λέξη
    μυστηριωδώς (επίρρημα) - (παρόμοια: μυστηριώδης)
  2. Συνώνυμα
    • αινιγματικά
    • αποκρυφιστικά
    • κρυφά
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεκάθαρα
    • αποκαλυπτικά
    • φανερά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που δημιουργεί μυστήριο ή αίσθηση μυστηρίου.
    • Με τρόπο που είναι δύσκολο να εξηγηθεί ή να γίνει κατανοητός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο άνθρωπος αυτός συμπεριφέρθηκε μυστηριωδώς, χωρίς να μας δώσει καμία εξήγηση.
    • Το βιβλίο τελειώνει μυστηριωδώς, αφήνοντας πολλά ερωτήματα αναπάντητα.
    2