1. Λέξη
    μυστηριώδης (επίθετο) - (παρόμοια: μυστηριωδώς - δηλητηριώδης - μυώδης)
  2. Συνώνυμα
    • αινιγματικός
    • ασαφής
    • κρυφός
    3
  3. Αντώνυμα
    • σαφής
    • προφανής
    • ξεκάθαρος
    3
  4. Ορισμός
    • που χαρακτηρίζεται από μυστήριο ή δημιουργεί αίσθηση μυστηρίου
    • που είναι δύσκολο να εξηγηθεί ή να κατανοηθεί
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μυστηριώδης άνδρας εξαφανίστηκε χωρίς ίχνος.
    • Η μυστηριώδης ατμόσφαιρα του δάσους μας έκανε να νιώθουμε άβολα.
    2