Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μυστηριώδης (επίθετο) - (παρόμοια:
μυστηριωδώς
-
δηλητηριώδης
-
μυώδης
)
Συνώνυμα
αινιγματικός
ασαφής
κρυφός
3
Αντώνυμα
σαφής
προφανής
ξεκάθαρος
3
Ορισμός
που χαρακτηρίζεται από μυστήριο ή δημιουργεί αίσθηση μυστηρίου
που είναι δύσκολο να εξηγηθεί ή να κατανοηθεί
2
Παραδείγματα
Ο μυστηριώδης άνδρας εξαφανίστηκε χωρίς ίχνος.
Η μυστηριώδης ατμόσφαιρα του δάσους μας έκανε να νιώθουμε άβολα.
2