Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μωράκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μπαράκι
)
Συνώνυμα
μικρό
παιδάκι
νεογέννητο
3
Αντώνυμα
μεγάλος
ενήλικας
2
Ορισμός
ένα πολύ μικρό παιδί ή βρέφος
ένας όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει στοργή ή τρυφερότητα προς ένα μικρό παιδί
2
Παραδείγματα
Το μωράκι κοιμόταν ήσυχα στην κούνια του.
Κοίτα πώς χαμογελάει το μωράκι!
2