1. Λέξη
    μωράκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μπαράκι)
  2. Συνώνυμα
    • μικρό
    • παιδάκι
    • νεογέννητο
    3
  3. Αντώνυμα
    • μεγάλος
    • ενήλικας
    2
  4. Ορισμός
    • ένα πολύ μικρό παιδί ή βρέφος
    • ένας όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει στοργή ή τρυφερότητα προς ένα μικρό παιδί
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το μωράκι κοιμόταν ήσυχα στην κούνια του.
    • Κοίτα πώς χαμογελάει το μωράκι!
    2