1. Λέξη
    μπαράκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μπαράκ - μπαλάκι - μπαρ - μπατζάκι - μπαρτ - μποξεράκι - ψαράκι - χαράκι - μωράκι)
  2. Συνώνυμα
    • καρέκλα
    • καθίσματα
    • μπουφές
    3
  3. Αντώνυμα
    • στέκομαι
    • ακίνητος
    2
  4. Ορισμός
    • Ένας τύπος έπιπλου που χρησιμοποιείται για καθίσματα, συχνά σε μπαρ ή καφετέριες.
    • Μικρή καρέκλα ή σκαμνί που χρησιμοποιείται σε μπαρ ή παρόμοιους χώρους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κάθισα στο μπαράκι και παρήγγειλα έναν καφέ.
    • Τα μπαράκια στο μπαρ ήταν όλα κατειλημμένα.
    2