Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπαράκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μπαράκ
-
μπαλάκι
-
μπαρ
-
μπατζάκι
-
μπαρτ
-
μποξεράκι
-
ψαράκι
-
χαράκι
-
μωράκι
)
Συνώνυμα
καρέκλα
καθίσματα
μπουφές
3
Αντώνυμα
στέκομαι
ακίνητος
2
Ορισμός
Ένας τύπος έπιπλου που χρησιμοποιείται για καθίσματα, συχνά σε μπαρ ή καφετέριες.
Μικρή καρέκλα ή σκαμνί που χρησιμοποιείται σε μπαρ ή παρόμοιους χώρους.
2
Παραδείγματα
Κάθισα στο μπαράκι και παρήγγειλα έναν καφέ.
Τα μπαράκια στο μπαρ ήταν όλα κατειλημμένα.
2