Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μόνωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ηχομόνωση
-
απομόνωση
-
μόρφωση
)
Συνώνυμα
απομόνωση
αποκοπή
αποξένωση
3
Αντώνυμα
σύνδεση
ένωση
επικοινωνία
3
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του να απομονώνεται κάποιος ή κάτι.
Η χρήση υλικών για την αποφυγή μεταφοράς θερμότητας, ηχητικών κυμάτων ή ηλεκτρικού ρεύματος.
2
Παραδείγματα
Η μόνωση του σπιτιού βοήθησε στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας.
Μετά τη διάγνωση, ο ασθενής τέθηκε σε αυστηρή μόνωση.
2