Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μόρφωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μεταμόρφωση
-
διαμόρφωση
-
αναμόρφωση
-
συμμόρφωση
-
παραμόρφωση
-
μόνωση
)
Συνώνυμα
εκπαίδευση
διαπαιδαγώγηση
καλλιέργεια
3
Αντώνυμα
αμάθεια
αγραμματοσύνη
2
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της εκμάθησης γνώσεων, δεξιοτήτων και αξιών.
Η επίσημη εκπαίδευση που παρέχεται σε σχολεία ή πανεπιστήμια.
2
Παραδείγματα
Η μόρφωση είναι βασικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου.
Η μόρφωση του πληθυσμού συμβάλλει στην ανάπτυξη της χώρας.
2