Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νανούρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γύρισμα
-
ξύρισμα
)
Συνώνυμα
νύστα
ύπνος
λιγνύδιασμα
3
Αντώνυμα
ξύπνημα
αγρύπνια
εγρήγορση
3
Ορισμός
Ένα ελαφρύ και συνήθως βραχύβιο ύπνο, συχνά κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Η αίσθηση της υπνηλίας ή της επιθυμίας για ύπνο.
2
Παραδείγματα
Μετά το μεσημεριανό φαγητό, έκανα ένα γρήγορο νανούρισμα στον καναπέ.
Το νανούρισμα που ένιωθα κατά τη διάρκεια της διάλεξης ήταν ακαταμάχητο.
2