1. Λέξη
    γύρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ξύρισμα - πισωγύρισμα - γνώρισμα - μαύρισμα - νανούρισμα)
  2. Συνώνυμα
    • στροφή
    • περιστροφή
    • κύκλωμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευθεία
    • ακινησία
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γυρίζω, δηλαδή της αλλαγής κατεύθυνσης ή θέσης.
    • Στον κινηματογράφο, η διαδικασία ή η περίοδος κατά την οποία γυρίζονται οι σκηνές μιας ταινίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το γύρισμα του αυτοκινήτου ήταν απότομο και επικίνδυνο.
    • Το γύρισμα της νέας ταινίας ξεκίνησε τον περασμένο μήνα.
    2