Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γύρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ξύρισμα
-
πισωγύρισμα
-
γνώρισμα
-
μαύρισμα
-
νανούρισμα
)
Συνώνυμα
στροφή
περιστροφή
κύκλωμα
3
Αντώνυμα
ευθεία
ακινησία
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γυρίζω, δηλαδή της αλλαγής κατεύθυνσης ή θέσης.
Στον κινηματογράφο, η διαδικασία ή η περίοδος κατά την οποία γυρίζονται οι σκηνές μιας ταινίας.
2
Παραδείγματα
Το γύρισμα του αυτοκινήτου ήταν απότομο και επικίνδυνο.
Το γύρισμα της νέας ταινίας ξεκίνησε τον περασμένο μήνα.
2