1. Λέξη
    ναρκωμένος (επίθετο) - (παρόμοια: χωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • μεθυσμένος
    • ζαλισμένος
    • χαλαρός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξένοιαστος
    • νηφάλιος
    • συγκεντρωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Που βρίσκεται σε κατάσταση ζάλης ή ζαλάδας, συνήθως λόγω κατανάλωσης αλκοόλ ή ναρκωτικών.
    • Που βρίσκεται σε κατάσταση χαλάρωσης ή ηρεμίας, μερικές φορές λόγω φαρμάκων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο άνδρας ήταν τόσο ναρκωμένος που δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος.
    • Μετά το χειρουργείο, ένιωθε ναρκωμένος από τα αναλγητικά.
    2