Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ναρκωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
χωμένος
)
Συνώνυμα
μεθυσμένος
ζαλισμένος
χαλαρός
3
Αντώνυμα
ξένοιαστος
νηφάλιος
συγκεντρωμένος
3
Ορισμός
Που βρίσκεται σε κατάσταση ζάλης ή ζαλάδας, συνήθως λόγω κατανάλωσης αλκοόλ ή ναρκωτικών.
Που βρίσκεται σε κατάσταση χαλάρωσης ή ηρεμίας, μερικές φορές λόγω φαρμάκων.
2
Παραδείγματα
Ο άνδρας ήταν τόσο ναρκωμένος που δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος.
Μετά το χειρουργείο, ένιωθε ναρκωμένος από τα αναλγητικά.
2