1. Συνώνυμα
    • κρυμμένος
    • εγκιβωτισμένος
    • τοποθετημένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • εκτεθειμένος
    • ορατός
    • ακάλυπτος
    3
  3. Ορισμός
    • που βρίσκεται κρυμμένος ή καλυμμένος
    • που έχει τοποθετηθεί σε ένα συγκεκριμένο σημείο
    • που δεν είναι εύκολα ορατός ή προσβάσιμος
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο θησαυρός ήταν χωμένος κάτω από ένα μεγάλο βράχο.
    • Το κλειδί είναι χωμένο μέσα στο συρτάρι.
    • Ο σκύλος ήταν χωμένος κάτω από το κρεβάτι.
    3