Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νεανικό (επίθετο) - (παρόμοια:
νεανικός
)
Συνώνυμα
θαρραλέο
γενναίο
τολμηρό
3
Αντώνυμα
δειλό
φοβισμένο
διστακτικό
3
Ορισμός
Που χαρακτηρίζεται από θάρρος και γενναιότητα.
Που δείχνει τόλμη και αποφασιστικότητα.
2
Παραδείγματα
Η νεανική του στάση ενίσχυσε το ηθικό της ομάδας.
Έδειξε νεανικό πνεύμα αντιμετωπίζοντας τις δυσκολίες χωρίς φόβο.
2