1. Λέξη
    νεανικό (επίθετο) - (παρόμοια: νεανικός)
  2. Συνώνυμα
    • θαρραλέο
    • γενναίο
    • τολμηρό
    3
  3. Αντώνυμα
    • δειλό
    • φοβισμένο
    • διστακτικό
    3
  4. Ορισμός
    • Που χαρακτηρίζεται από θάρρος και γενναιότητα.
    • Που δείχνει τόλμη και αποφασιστικότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η νεανική του στάση ενίσχυσε το ηθικό της ομάδας.
    • Έδειξε νεανικό πνεύμα αντιμετωπίζοντας τις δυσκολίες χωρίς φόβο.
    2