Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νεαρή (επίθετο) - (παρόμοια:
νεαρός
)
Συνώνυμα
νέα
νεανική
νεανικός
νεανίδα
4
Αντώνυμα
γηραιά
μεσήλικας
πρεσβύτερη
3
Ορισμός
που βρίσκεται στην αρχή της ζωής της ή του, που δεν έχει πολλά χρόνια ζωής
που χαρακτηρίζεται από φρεσκάδα, ενέργεια και ζωντάνια
2
Παραδείγματα
Η νεαρή κοπέλα περπάτησε γρήγορα προς την πλατεία.
Η νεαρή φύση του έργου του τον έκανε να ξεχωρίσει ανάμεσα στους άλλους καλλιτέχνες.
2