1. Λέξη
    νηφαλιότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αθλιότητα)
  2. Συνώνυμα
    • μετριοπάθεια
    • σωφροσύνη
    • εγκράτεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • μέθη
    • ασωτία
    • ακρασία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του νηφάλιου, η κατάσταση όπου κάποιος είναι νηφάλιος και έχει πλήρη έλεγχο των πράξεών του.
    • Η έλλειψη μέθης ή άλλων επιδράσεων που επηρεάζουν τη λογική και τη συμπεριφορά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η νηφαλιότητα είναι απαραίτητη για την ασφαλή οδήγηση.
    • Ο δικαστής επαίνεσε τον κατηγορούμενο για τη νηφαλιότητα που επέδειξε κατά τη διάρκεια της δίκης.
    2