Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νηφαλιότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αθλιότητα
)
Συνώνυμα
μετριοπάθεια
σωφροσύνη
εγκράτεια
3
Αντώνυμα
μέθη
ασωτία
ακρασία
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του νηφάλιου, η κατάσταση όπου κάποιος είναι νηφάλιος και έχει πλήρη έλεγχο των πράξεών του.
Η έλλειψη μέθης ή άλλων επιδράσεων που επηρεάζουν τη λογική και τη συμπεριφορά.
2
Παραδείγματα
Η νηφαλιότητα είναι απαραίτητη για την ασφαλή οδήγηση.
Ο δικαστής επαίνεσε τον κατηγορούμενο για τη νηφαλιότητα που επέδειξε κατά τη διάρκεια της δίκης.
2