Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αθλιότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αθωότητα
-
αγιότητα
-
αγριότητα
-
αρχαιότητα
-
αιωνιότητα
-
αβεβαιότητα
-
νηφαλιότητα
-
ακεραιότητα
-
αρμοδιότητα
-
ποιότητα
-
απλότητα
-
αγνότητα
-
ιδιότητα
-
αναγκαιότητα
)
Συνώνυμα
δυστυχία
ταλαιπωρία
κακομοιριά
3
Αντώνυμα
ευτυχία
ευδαιμονία
ευημερία
3
Ορισμός
Η κατάσταση της έντονης δυστυχίας ή ταλαιπωρίας.
Η έλλειψη ευημερίας ή άνεσης.
Μια πολύ άσχημη ή θλιβερή κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Η αθλιότητα των συνθηκών διαβίωσης ήταν εμφανής.
Ζούσαν σε μεγάλη αθλιότητα μετά τον πόλεμο.
Η αθλιότητα της κατάστασης τον έκανε να αισθάνεται απελπισμένος.
3