1. Συνώνυμα
    • δυστυχία
    • ταλαιπωρία
    • κακομοιριά
    3
  2. Αντώνυμα
    • ευτυχία
    • ευδαιμονία
    • ευημερία
    3
  3. Ορισμός
    • Η κατάσταση της έντονης δυστυχίας ή ταλαιπωρίας.
    • Η έλλειψη ευημερίας ή άνεσης.
    • Μια πολύ άσχημη ή θλιβερή κατάσταση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η αθλιότητα των συνθηκών διαβίωσης ήταν εμφανής.
    • Ζούσαν σε μεγάλη αθλιότητα μετά τον πόλεμο.
    • Η αθλιότητα της κατάστασης τον έκανε να αισθάνεται απελπισμένος.
    3