1. Λέξη
    νιπτήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αναπτήρας)
  2. Συνώνυμα
    • νιπτήρ
    • νιπτήριο
    • λουτήρας
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ειδική εγκατάσταση ή συσκευή που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των χεριών ή του προσώπου.
    • Μέρος του μπάνιου όπου βρίσκεται η βρύση και ο νεροχύτης για το πλύσιμο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο νιπτήρας στο μπάνιο είναι πολύ πρακτικός.
    • Πλύνε τα χέρια σου στον νιπτήρα πριν φας.
    2