Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νιπτήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αναπτήρας
)
Συνώνυμα
νιπτήρ
νιπτήριο
λουτήρας
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ειδική εγκατάσταση ή συσκευή που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των χεριών ή του προσώπου.
Μέρος του μπάνιου όπου βρίσκεται η βρύση και ο νεροχύτης για το πλύσιμο.
2
Παραδείγματα
Ο νιπτήρας στο μπάνιο είναι πολύ πρακτικός.
Πλύνε τα χέρια σου στον νιπτήρα πριν φας.
2