1. Λέξη
    αναπτήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αναπνευστήρας - ανεμιστήρας - αναπτύξω - νιπτήρας - ανελκυστήρας)
  2. Συνώνυμα
    • πυρκαγιά
    • φωτιά
    • φλόγα
    3
  3. Αντώνυμα
    • σβήστρα
    • αποπυροποιητής
    2
  4. Ορισμός
    • Μια συσκευή που χρησιμοποιείται για την ανάφλεξη φωτιάς, συνήθως με τη χρήση καυσίμου και σπινθήρα.
    • Ένα εργαλείο που παράγει φλόγα για τον σκοπό του καπνίσματος, της μαγειρικής ή άλλων χρήσεων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αναπτήρας μου τελείωσε και δεν μπορώ να ανάψω το τσιγάρο μου.
    • Χρειάζομαι έναν αναπτήρα για να ανάψω το μπάρμπεκιου.
    2