Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναπτήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αναπνευστήρας
-
ανεμιστήρας
-
αναπτύξω
-
νιπτήρας
-
ανελκυστήρας
)
Συνώνυμα
πυρκαγιά
φωτιά
φλόγα
3
Αντώνυμα
σβήστρα
αποπυροποιητής
2
Ορισμός
Μια συσκευή που χρησιμοποιείται για την ανάφλεξη φωτιάς, συνήθως με τη χρήση καυσίμου και σπινθήρα.
Ένα εργαλείο που παράγει φλόγα για τον σκοπό του καπνίσματος, της μαγειρικής ή άλλων χρήσεων.
2
Παραδείγματα
Ο αναπτήρας μου τελείωσε και δεν μπορώ να ανάψω το τσιγάρο μου.
Χρειάζομαι έναν αναπτήρα για να ανάψω το μπάρμπεκιου.
2