1. Λέξη
    νοσηλεύτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: νοσηλεύομαι - νοσηλευτής)
  2. Συνώνυμα
    • νοσοκόμα
    • ιατρική αδελφή
    • φροντιστήρια
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασθενής
    • ιατρός
    2
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που ασχολείται με τη φροντίδα και την περίθαλψη ασθενών σε νοσοκομείο ή άλλη ιατρική μονάδα.
    • Επαγγελματίας του χώρου της υγείας που βοηθά τους γιατρούς και φροντίζει τους ασθενείς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η νοσηλεύτρια έδωσε τα φάρμακα στον ασθενή ακριβώς όπως της είπε ο γιατρός.
    • Μια καλή νοσηλεύτρια πρέπει να είναι συμπονετική και προσεκτική.
    2