Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νοσηλεύτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
νοσηλεύομαι
-
νοσηλευτής
)
Συνώνυμα
νοσοκόμα
ιατρική αδελφή
φροντιστήρια
3
Αντώνυμα
ασθενής
ιατρός
2
Ορισμός
Γυναίκα που ασχολείται με τη φροντίδα και την περίθαλψη ασθενών σε νοσοκομείο ή άλλη ιατρική μονάδα.
Επαγγελματίας του χώρου της υγείας που βοηθά τους γιατρούς και φροντίζει τους ασθενείς.
2
Παραδείγματα
Η νοσηλεύτρια έδωσε τα φάρμακα στον ασθενή ακριβώς όπως της είπε ο γιατρός.
Μια καλή νοσηλεύτρια πρέπει να είναι συμπονετική και προσεκτική.
2