Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νοσηλεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
νοσηλεύτρια
-
βολεύομαι
-
νοσηλευτής
)
Συνώνυμα
θεραπεύομαι
κουράζομαι
αναρρώνω
3
Αντώνυμα
υγιαίνω
είμαι υγιής
2
Ορισμός
Να υποβάλλομαι σε ιατρική φροντίδα λόγω ασθένειας.
Να βρίσκομαι σε κατάσταση ανάρρωσης μετά από ασθένεια.
2
Παραδείγματα
Αφού νοσηλεύτηκε για δύο εβδομάδες, τελικά βγήκε από το νοσοκομείο.
Ο ασθενής νοσηλεύεται στο νοσοκομείο μετά τη χειρουργική επέμβαση.
2