1. Λέξη
    νοσηλεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: νοσηλεύτρια - βολεύομαι - νοσηλευτής)
  2. Συνώνυμα
    • θεραπεύομαι
    • κουράζομαι
    • αναρρώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • υγιαίνω
    • είμαι υγιής
    2
  4. Ορισμός
    • Να υποβάλλομαι σε ιατρική φροντίδα λόγω ασθένειας.
    • Να βρίσκομαι σε κατάσταση ανάρρωσης μετά από ασθένεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αφού νοσηλεύτηκε για δύο εβδομάδες, τελικά βγήκε από το νοσοκομείο.
    • Ο ασθενής νοσηλεύεται στο νοσοκομείο μετά τη χειρουργική επέμβαση.
    2