1. Λέξη
    νταντεύω (ρήμα) - (παρόμοια: νταντά - νταντάς - μαντεύω - νταν)
  2. Συνώνυμα
    • αμφιβάλλω
    • διστάζω
    • αναπολώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • βεβαιώνομαι
    • συγκατατίθεμαι
    • εμπιστεύομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Αισθάνομαι αβέβαιος ή δίσταζω να πιστέψω κάτι.
    • Εκφράζω αμφιβολία ή δυσπιστία για κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Νταντεύω αν θα έρθει σήμερα λόγω του καιρού.
    • Μην νταντεύεις τις προθέσεις του, είναι έμπιστος.
    2