Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νταντεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
νταντά
-
νταντάς
-
μαντεύω
-
νταν
)
Συνώνυμα
αμφιβάλλω
διστάζω
αναπολώ
3
Αντώνυμα
βεβαιώνομαι
συγκατατίθεμαι
εμπιστεύομαι
3
Ορισμός
Αισθάνομαι αβέβαιος ή δίσταζω να πιστέψω κάτι.
Εκφράζω αμφιβολία ή δυσπιστία για κάτι.
2
Παραδείγματα
Νταντεύω αν θα έρθει σήμερα λόγω του καιρού.
Μην νταντεύεις τις προθέσεις του, είναι έμπιστος.
2