Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαντεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
νταντεύω
-
μαντεψιά
-
μαντς
-
μαντρί
-
μαντάμ
-
μαντού
-
μαγεύω
-
μαζεύω
)
Συνώνυμα
προβλέπω
προαναγγέλλω
προμηνύω
3
Αντώνυμα
αγνοώ
απορρίπτω
αμφιβάλλω
3
Ορισμός
Προσπαθώ να προβλέψω κάτι που θα συμβεί στο μέλλον, συχνά χρησιμοποιώντας διαισθήσεις ή σημάδια.
Εκφράζω μια εικασία ή μια υπόθεση για κάτι που δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα.
2
Παραδείγματα
Ο μάντης μάντεψε ότι θα έρθει μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου.
Μάντεψε τι θα πάρω για δώρο στα γενέθλιά μου.
2