1. Λέξη
    μαντεύω (ρήμα) - (παρόμοια: νταντεύω - μαντεψιά - μαντς - μαντρί - μαντάμ - μαντού - μαγεύω - μαζεύω)
  2. Συνώνυμα
    • προβλέπω
    • προαναγγέλλω
    • προμηνύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • απορρίπτω
    • αμφιβάλλω
    3
  4. Ορισμός
    • Προσπαθώ να προβλέψω κάτι που θα συμβεί στο μέλλον, συχνά χρησιμοποιώντας διαισθήσεις ή σημάδια.
    • Εκφράζω μια εικασία ή μια υπόθεση για κάτι που δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μάντης μάντεψε ότι θα έρθει μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου.
    • Μάντεψε τι θα πάρω για δώρο στα γενέθλιά μου.
    2