Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ντουλάπι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ντουλάπα
-
ντου
-
ντουλίτλ
-
ντουκ
-
ντους
)
Συνώνυμα
ντουλάπα
ντουλάρι
ντουλάρα
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα έπιπλο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ρούχων ή άλλων αντικειμένων, συνήθως με ράφια ή συρτάρια.
Ένα κλειστό χώρος αποθήκευσης σε σπίτι ή γραφείο.
2
Παραδείγματα
Έβαλα τα ρούχα μου στο ντουλάπι για να τα έχω οργανωμένα.
Το ντουλάπι της κουζίνας είναι γεμάτο με σκεύη.
2