1. Λέξη
    ντουλάπι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ντουλάπα - ντου - ντουλίτλ - ντουκ - ντους)
  2. Συνώνυμα
    • ντουλάπα
    • ντουλάρι
    • ντουλάρα
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα έπιπλο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ρούχων ή άλλων αντικειμένων, συνήθως με ράφια ή συρτάρια.
    • Ένα κλειστό χώρος αποθήκευσης σε σπίτι ή γραφείο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έβαλα τα ρούχα μου στο ντουλάπι για να τα έχω οργανωμένα.
    • Το ντουλάπι της κουζίνας είναι γεμάτο με σκεύη.
    2