Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ντύνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ντύνομαι
)
Συνώνυμα
ενδύω
φορώ
στολίζω
3
Αντώνυμα
ξεντύνω
γδύνω
2
Ορισμός
Τοποθετώ ρούχα στο σώμα κάποιου.
Καλύπτω κάτι με υλικά ή ρούχα.
2
Παραδείγματα
Η μητέρα ντύνει το μωρό κάθε πρωί.
Οι γονείς ντύνουν το δέντρο τα Χριστούγεννα.
2