1. Λέξη
    ντύνω (ρήμα) - (παρόμοια: ντύνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ενδύω
    • φορώ
    • στολίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεντύνω
    • γδύνω
    2
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ ρούχα στο σώμα κάποιου.
    • Καλύπτω κάτι με υλικά ή ρούχα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μητέρα ντύνει το μωρό κάθε πρωί.
    • Οι γονείς ντύνουν το δέντρο τα Χριστούγεννα.
    2