1. Συνώνυμα
    • ενδύομαι
    • φοράω
    • στολίζομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • ξεντύνομαι
    • γδύνομαι
    2
  3. Ορισμός
    • Τοποθετώ ρούχα στο σώμα μου για να καλύψω ή να διακοσμήσω τον εαυτό μου.
    • Παίρνω μια συγκεκριμένη εμφάνιση ή στάση, συχνά για συγκεκριμένο σκοπό.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Κάθε πρωί ντύνομαι πριν πάω στη δουλειά.
    • Για το πάρτι, ντύθηκα με μια κομψή φούστα και μπλούζα.
    2