Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ντύνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
χύνομαι
-
λύνομαι
-
αμύνομαι
-
γδύνομαι
-
ντύνω
-
ευθύνομαι
-
μολύνομαι
-
ντρέπομαι
)
Συνώνυμα
ενδύομαι
φοράω
στολίζομαι
3
Αντώνυμα
ξεντύνομαι
γδύνομαι
2
Ορισμός
Τοποθετώ ρούχα στο σώμα μου για να καλύψω ή να διακοσμήσω τον εαυτό μου.
Παίρνω μια συγκεκριμένη εμφάνιση ή στάση, συχνά για συγκεκριμένο σκοπό.
2
Παραδείγματα
Κάθε πρωί ντύνομαι πριν πάω στη δουλειά.
Για το πάρτι, ντύθηκα με μια κομψή φούστα και μπλούζα.
2