Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νυστάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
στάζω
)
Συνώνυμα
κοιμάμαι
λαγοκοιμάμαι
χαλαρώνω
3
Αντώνυμα
ξυπνάω
ενεργοποιούμαι
συναγερμός
3
Ορισμός
Νιώθω την ανάγκη για ύπνο ή είμαι σε κατάσταση ημι-ύπνου.
Εμφανίζω έλλειψη ενδιαφέροντος ή ενέργειας.
2
Παραδείγματα
Μετά το μεσημεριανό φαγητό, νυστάζω και θέλω να κοιμηθώ λίγο.
Κάθε φορά που διαβάζω αυτό το βιβλίο, νυστάζω από την πλήξη.
2