1. Λέξη
    νυστάζω (ρήμα) - (παρόμοια: στάζω)
  2. Συνώνυμα
    • κοιμάμαι
    • λαγοκοιμάμαι
    • χαλαρώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξυπνάω
    • ενεργοποιούμαι
    • συναγερμός
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω την ανάγκη για ύπνο ή είμαι σε κατάσταση ημι-ύπνου.
    • Εμφανίζω έλλειψη ενδιαφέροντος ή ενέργειας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά το μεσημεριανό φαγητό, νυστάζω και θέλω να κοιμηθώ λίγο.
    • Κάθε φορά που διαβάζω αυτό το βιβλίο, νυστάζω από την πλήξη.
    2