Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
στενάζω
-
νυστάζω
-
διστάζω
-
προστάζω
)
Συνώνυμα
σταλάζω
στάζω σταγόνες
διαρρέω
3
Αντώνυμα
ξεραίνομαι
στεγνώνω
2
Ορισμός
Καταβάλλω ή εκπέμπω υγρό σε μικρές ποσότητες, συνήθως σταγόνα σταγόνα.
Μεταφόρα: Εκφράζω ή εκδηλώνω συναισθήματα ή ιδέες με αργό και σταθερό τρόπο.
2
Παραδείγματα
Το νερό στάζει από τη βρύση.
Στάζει θυμό από τα λόγια του.
2