1. Λέξη
    στάζω (ρήμα) - (παρόμοια: στενάζω - νυστάζω - διστάζω - προστάζω)
  2. Συνώνυμα
    • σταλάζω
    • στάζω σταγόνες
    • διαρρέω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεραίνομαι
    • στεγνώνω
    2
  4. Ορισμός
    • Καταβάλλω ή εκπέμπω υγρό σε μικρές ποσότητες, συνήθως σταγόνα σταγόνα.
    • Μεταφόρα: Εκφράζω ή εκδηλώνω συναισθήματα ή ιδέες με αργό και σταθερό τρόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το νερό στάζει από τη βρύση.
    • Στάζει θυμό από τα λόγια του.
    2