1. Λέξη
    ξαναδοκιμάζω (ρήμα) - (παρόμοια: δοκιμάζω - ξαναδούν - ξαναβάζω - ξαναδούμε)
  2. Συνώνυμα
    • επανεξετάζω
    • επαναλαμβάνω
    • δοκιμάζω ξανά
    3
  3. Αντώνυμα
    • παρατάω
    • εγκαταλείπω
    • σταματώ
    3
  4. Ορισμός
    • Επαναλαμβάνω μια δοκιμή ή μια διαδικασία για να επιβεβαιώσω ή να βελτιώσω τα αποτελέσματα.
    • Κάνω κάτι για δεύτερη φορά με σκοπό να το ελέγξω ή να το βελτιώσω.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα ξαναδοκιμάσω την συνταγή για να δω αν θα βγει καλύτερη.
    • Ο δάσκαλος μου ζήτησε να ξαναδοκιμάσω την άσκηση γιατί έκανα λάθη.
    2