Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαναδοκιμάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
δοκιμάζω
-
ξαναδούν
-
ξαναβάζω
-
ξαναδούμε
)
Συνώνυμα
επανεξετάζω
επαναλαμβάνω
δοκιμάζω ξανά
3
Αντώνυμα
παρατάω
εγκαταλείπω
σταματώ
3
Ορισμός
Επαναλαμβάνω μια δοκιμή ή μια διαδικασία για να επιβεβαιώσω ή να βελτιώσω τα αποτελέσματα.
Κάνω κάτι για δεύτερη φορά με σκοπό να το ελέγξω ή να το βελτιώσω.
2
Παραδείγματα
Θα ξαναδοκιμάσω την συνταγή για να δω αν θα βγει καλύτερη.
Ο δάσκαλος μου ζήτησε να ξαναδοκιμάσω την άσκηση γιατί έκανα λάθη.
2