Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δοκιμάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
δοκιμάζετε
-
δοκιμάζουμε
-
δοκιμάζομαι
-
ξαναδοκιμάζω
-
δοκιμή
-
δοκιμασία
)
Συνώνυμα
προσπαθώ
ελέγχω
πειράζω
3
Αντώνυμα
αποτυγχάνω
απορρίπτω
2
Ορισμός
Να κάνω κάτι για να δω αν λειτουργεί ή αν είναι κατάλληλο.
Να υποβάλλω κάποιον ή κάτι σε δοκιμασία για να αξιολογήσω τις ικανότητες ή την ποιότητα.
2
Παραδείγματα
Θα δοκιμάσω αυτή τη νέα συνταγή για το δείπνο.
Ο δάσκαλος δοκίμασε τις γνώσεις των μαθητών με ένα τεστ.
2