1. Λέξη
    ξανακοιτάζω (ρήμα) - (παρόμοια: κοιτάζω - ξαναβάζω - ξανακούω - ξανακούσω)
  2. Συνώνυμα
    • επανεξετάζω
    • επαναλαμβάνω την εξέταση
    • ξαναελέγχω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παραβλέπω
    2
  4. Ορισμός
    • Επανεξετάζω κάτι που έχω ήδη κοιτάξει.
    • Κοιτάζω ξανά με περισσότερη προσοχή ή λεπτομέρεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ξανακοίταξε το έγγραφο για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχαν λάθη.
    • Μετά τις διορθώσεις, ο δάσκαλος ξανακοίταξε τις εργασίες των μαθητών.
    2