Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξανακοιτάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
κοιτάζω
-
ξαναβάζω
-
ξανακούω
-
ξανακούσω
)
Συνώνυμα
επανεξετάζω
επαναλαμβάνω την εξέταση
ξαναελέγχω
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβλέπω
2
Ορισμός
Επανεξετάζω κάτι που έχω ήδη κοιτάξει.
Κοιτάζω ξανά με περισσότερη προσοχή ή λεπτομέρεια.
2
Παραδείγματα
Ξανακοίταξε το έγγραφο για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχαν λάθη.
Μετά τις διορθώσεις, ο δάσκαλος ξανακοίταξε τις εργασίες των μαθητών.
2