Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξανακούσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξανακούω
-
ακούσω
-
ξανακερδίσω
-
ξανακοιτάζω
-
ξανακάνω
-
ξαναδώσω
-
υπακούσω
-
ξαναζήσω
-
ξανακαλώ
)
Συνώνυμα
ακούω ξανά
αναπαράγω
επανεξετάζω
3
Αντώνυμα
ξεχνώ
αγνοώ
2
Ορισμός
Να ακούσω κάτι για δεύτερη φορά.
Να επαναλάβω την ακρόαση κάποιου ήχου ή πληροφορίας.
2
Παραδείγματα
Θέλω να ξανακούσω αυτή την ωραία μελωδία.
Δεν μπορώ να ξανακούσω αυτά τα λόγια, με πληγώνουν.
2