Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαναπάρω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαναπάω
-
ξαναπάμε
-
ξαναπατώ
-
ξαναφέρω
-
συναπάρω
-
ξαναπιάσω
-
ξαναπερνώ
-
ξαναπαίζω
)
Συνώνυμα
επανέρχομαι
ανακτώ
παίρνω πάλι
3
Αντώνυμα
χάνω
αφήνω
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Να παίρνω κάτι πάλι, να επαναλαμβάνω μια ενέργεια.
1
Παραδείγματα
Αν χάσεις το βιβλίο σου, μπορείς να ξαναπάς να το αγοράσεις.
Μετά την αποτυχία, αποφάσισε να ξαναπάρει την προσπάθειά του.
2