Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαναπιάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαναπάω
-
ξαναδώσω
-
ξαναπατώ
-
ξαναπάρω
-
ξαναπάμε
-
ξαναζήσω
)
Συνώνυμα
επανέρχομαι
ξαναρχίζω
συνεχίζω
3
Αντώνυμα
σταματώ
τερματίζω
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Να αρπάξω ή να πιάσω κάτι ξανά.
Να συνεχίσω μια δραστηριότητα που είχα διακόψει.
Να επανέλθω σε μια κατάσταση ή θέση.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να ξαναπιάσω τη δουλειά που άφησα χθες.
Αφού έπεσε η μπάλα, την ξαναπίασε γρήγορα.
Μετά το διάλειμμα, ξαναπιάσαμε τη συζήτηση.
3