1. Λέξη
    ξαναπαίρνω (ρήμα) - (παρόμοια: ξαναπαίζω - ξαναπατώ - παίρνω - ξαναμπαίνω - ξαναπάω)
  2. Συνώνυμα
    • επιστρέφω
    • ξαναρχίζω
    • ανακτώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • τερματίζω
    • εγκαταλείπω
    3
  4. Ορισμός
    • Επαναλαμβάνω μια ενέργεια ή μια διαδικασία.
    • Ανακτώ κάτι που είχα πριν.
    • Συνεχίζω κάτι που είχα σταματήσει.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα ξαναπάρει τη δουλειά του μετά την αναρρωτική άδεια.
    • Αφού έφυγε, ξαναπήρε την ψυχραιμία του.
    • Αποφάσισε να ξαναπάρει τα μαθήματα που είχε εγκαταλείψει.
    3