1. Λέξη
    παίρνω (ρήμα) - (παρόμοια: παίρνει - παίρνεις - παίρνουμε - παίρνομαι - ξαναπαίρνω - συνεπαίρνω)
  2. Συνώνυμα
    • λαμβάνω
    • αποκτώ
    • καταλαμβάνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • δίνω
    • αφήνω
    • εγκαταλείπω
    3
  4. Ορισμός
    • Να λαμβάνω κάτι στα χέρια μου ή στην κατοχή μου.
    • Να μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο.
    • Να αποκτώ ή να καταλαμβάνω κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Παίρνω το βιβλίο από το ράφι.
    • Θα πάρω το λεωφορείο για να πάω στη δουλειά.
    • Πήρα μια καλή ευκαιρία να ταξιδέψω.
    3