Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παίρνω (ρήμα) - (παρόμοια:
παίρνει
-
παίρνεις
-
παίρνουμε
-
παίρνομαι
-
ξαναπαίρνω
-
συνεπαίρνω
)
Συνώνυμα
λαμβάνω
αποκτώ
καταλαμβάνω
3
Αντώνυμα
δίνω
αφήνω
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Να λαμβάνω κάτι στα χέρια μου ή στην κατοχή μου.
Να μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο.
Να αποκτώ ή να καταλαμβάνω κάτι.
3
Παραδείγματα
Παίρνω το βιβλίο από το ράφι.
Θα πάρω το λεωφορείο για να πάω στη δουλειά.
Πήρα μια καλή ευκαιρία να ταξιδέψω.
3