Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαναπαντρεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
παντρεύομαι
)
Συνώνυμα
επανυφαίνω
ξαναπαντρεύω
2
Αντώνυμα
χωρίζω
διαλύω
2
Ορισμός
Παντρεύομαι ξανά μετά από διαζύγιο ή χηρεία.
Επαναλαμβάνω τον γάμο μου με άλλο άτομο.
2
Παραδείγματα
Μετά από δέκα χρόνια χηρείας, αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί.
Αφού χώρισαν, η Μαρία δεν θέλει να ξαναπαντρευτεί ποτέ.
2