1. Λέξη
    ξαναπαντρεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: παντρεύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • επανυφαίνω
    • ξαναπαντρεύω
    2
  3. Αντώνυμα
    • χωρίζω
    • διαλύω
    2
  4. Ορισμός
    • Παντρεύομαι ξανά μετά από διαζύγιο ή χηρεία.
    • Επαναλαμβάνω τον γάμο μου με άλλο άτομο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από δέκα χρόνια χηρείας, αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί.
    • Αφού χώρισαν, η Μαρία δεν θέλει να ξαναπαντρευτεί ποτέ.
    2