Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παντρεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαναπαντρεύομαι
-
παντρεύω
-
παγιδεύομαι
-
παντρεύτηκες
-
παντρευτώ
-
παντρεμένη
)
Συνώνυμα
συζώ
ενώνω
συνδέω
3
Αντώνυμα
χωρίζω
διαζευγνύω
2
Ορισμός
Να συνδέεσαι με κάποιον μέσω του γάμου.
Να πραγματοποιείς τον γάμο με κάποιον.
2
Παραδείγματα
Θα παντρευτώ τον ερωμένο μου το επόμενο καλοκαίρι.
Η Μαρία και ο Γιάννης παντρεύτηκαν πέρυσι.
2