1. Λέξη
    ξαναπροσπαθήσω (ρήμα) - (παρόμοια: ξαναπροσπαθήσουμε - ξαναπροσπαθώ - προσπαθήσω)
  2. Συνώνυμα
    • επανειλημμένα προσπαθώ
    • ξαναδοκιμάζω
    2
  3. Αντώνυμα
    • εγκαταλείπω
    • σταματώ
    2
  4. Ορισμός
    • Προσπαθώ ξανά να κάνω κάτι που δεν μπόρεσα να καταφέρω την πρώτη φορά.
    • Δοκιμάζω εκ νέου να επιτύχω έναν στόχο ή να ολοκληρώσω μια εργασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αν δεν τα καταφέρω τώρα, θα ξαναπροσπαθήσω αργότερα.
    • Δεν πτοούμαι από τις αποτυχίες, πάντα ξαναπροσπαθώ.
    2