Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαναπροσπαθήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαναπροσπαθήσουμε
-
ξαναπροσπαθώ
-
προσπαθήσω
)
Συνώνυμα
επανειλημμένα προσπαθώ
ξαναδοκιμάζω
2
Αντώνυμα
εγκαταλείπω
σταματώ
2
Ορισμός
Προσπαθώ ξανά να κάνω κάτι που δεν μπόρεσα να καταφέρω την πρώτη φορά.
Δοκιμάζω εκ νέου να επιτύχω έναν στόχο ή να ολοκληρώσω μια εργασία.
2
Παραδείγματα
Αν δεν τα καταφέρω τώρα, θα ξαναπροσπαθήσω αργότερα.
Δεν πτοούμαι από τις αποτυχίες, πάντα ξαναπροσπαθώ.
2