Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαναπροσπαθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαναπροσπαθήσω
-
ξαναπροσπαθήσουμε
-
προσπαθώ
)
Συνώνυμα
επανειλημμένα προσπαθώ
ξαναδοκιμάζω
επιμένω
3
Αντώνυμα
παρατώ
εγκαταλείπω
σταματώ
3
Ορισμός
Προσπαθώ ξανά για κάτι που δεν μου πήγε καλά την πρώτη φορά.
Κάνω μια νέα προσπάθεια μετά από μια προηγούμενη αποτυχία.
2
Παραδείγματα
Αν δεν πετύχεις την πρώτη φορά, πρέπει να ξαναπροσπαθήσεις.
Δεν τα παράτησε, αλλά ξαναπροσπάθησε και τελικά τα κατάφερε.
2