1. Λέξη
    ξανασκεφτώ (ρήμα) - (παρόμοια: σκεφτώ - ξανασυζητώ - ξανασυναντώ)
  2. Συνώνυμα
    • επανεξετάζω
    • αναθεωρώ
    • επαναλαμβάνω τη σκέψη
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιβεβαιώνω
    • διατηρώ την άποψή μου
    • δεν αλλάζω γνώμη
    3
  4. Ορισμός
    • Να σκέφτομαι ξανά κάτι, συνήθως με στόχο να φτάσω σε διαφορετικό συμπέρασμα.
    • Να επανεξετάζω μια απόφαση ή μια άποψη πριν την τελικοποιήσω.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ίσως πρέπει να ξανασκεφτώ την απόφασή μου πριν την οριστικοποιήσω.
    • Μετά τη συζήτηση, αποφάσισα να ξανασκεφτώ τη θέση μου σχετικά με το θέμα.
    2