Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκεφτώ (ρήμα) - (παρόμοια:
σκεφτει
-
σκεφτείς
-
ξανασκεφτώ
-
σκεφτόμαστε
)
Συνώνυμα
σκέφτομαι
διανοούμαι
συλλογίζομαι
3
Αντώνυμα
αγνοώ
αδιαφορώ
2
Ορισμός
Να εξετάζω κάτι με το μυαλό μου, να αναλογίζομαι.
Να σχηματίζω ιδέες ή σκέψεις.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να σκεφτώ καλά πριν πάρω μια απόφαση.
Σκέφτηκα να πάω μια βόλτα για να ξεσκάσω.
2