1. Λέξη
    ξαναφτιάχνω (ρήμα) - (παρόμοια: ξαναφτιάξω - φτιάχνω)
  2. Συνώνυμα
    • επισκευάζω
    • ανακαινίζω
    • αναμορφώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταστρέφω
    • χαλώ
    • σπάω
    3
  4. Ορισμός
    • Επαναλαμβάνω τη διαδικασία κατασκευής ή επισκευής κάτι.
    • Κάνω κάτι καινούριο ή καλύτερο από κάτι παλιό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα ξαναφτιάξω το ράφι που έσπασε.
    • Αποφάσισα να ξαναφτιάξω την παλιά μου τσάντα.
    2