Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαναφτιάχνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαναφτιάξω
-
φτιάχνω
)
Συνώνυμα
επισκευάζω
ανακαινίζω
αναμορφώνω
3
Αντώνυμα
καταστρέφω
χαλώ
σπάω
3
Ορισμός
Επαναλαμβάνω τη διαδικασία κατασκευής ή επισκευής κάτι.
Κάνω κάτι καινούριο ή καλύτερο από κάτι παλιό.
2
Παραδείγματα
Θα ξαναφτιάξω το ράφι που έσπασε.
Αποφάσισα να ξαναφτιάξω την παλιά μου τσάντα.
2