Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φτιάχνω (ρήμα) - (παρόμοια:
φτιάχνομαι
-
φτιάχνουμε
-
ξαναφτιάχνω
-
φτιάχνονται
-
φτιάξω
)
Συνώνυμα
κατασκευάζω
δημιουργώ
συναρμολογώ
3
Αντώνυμα
καταστρέφω
χαλώ
διαλύω
3
Ορισμός
1. Να δημιουργώ κάτι, να κατασκευάζω.
2. Να επισκευάζω κάτι που έχει χαλάσει.
3. Να προετοιμάζω κάτι, συνήθως φαγητό.
3
Παραδείγματα
Φτιάχνω ένα τραπέζι από ξύλο.
Πρέπει να φτιάξω το ραδιόφωνο που έσπασε.
Σήμερα θα φτιάξω μουσακά για δείπνο.
3