Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαπλώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
απλώσω
-
ξαπλώνω
)
Συνώνυμα
ξαπλώνω
ξαπλώνω
ξαπλώνω
3
Αντώνυμα
σηκώνομαι
σηκώνομαι
σηκώνομαι
3
Ορισμός
Να βρίσκομαι σε οριζόντια θέση, συνήθως για ανάπαυση ή ύπνο.
1
Παραδείγματα
Μετά από μια κουραστική μέρα, αποφάσισα να ξαπλώσω στο καναπέ.
Όταν φτάσουμε στο ξενοδοχείο, η πρώτη μου επιθυμία θα είναι να ξαπλώσω.
Αισθάνθηκα τόσο κουρασμένος που έπρεπε να ξαπλώσω για λίγο.
3