Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απλώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαπλώσω
-
απλώνω
-
αποδώσω
)
Συνώνυμα
ξεδιπλώνω
απλώνω
ξετυλίγω
3
Αντώνυμα
διπλώνω
τσακίζω
μαζεύω
3
Ορισμός
Επεκτείνω κάτι σε όλη του την έκταση.
Καθιστώ κάτι ευρύτερα γνωστό ή διαδεδομένο.
2
Παραδείγματα
Απλώσαμε το τραπέζι στο πάτωμα για να φάμε.
Οι φήμες απλώθηκαν γρήγορα σε όλο το χωριό.
2