1. Λέξη
    απλώσω (ρήμα) - (παρόμοια: ξαπλώσω - απλώνω - αποδώσω)
  2. Συνώνυμα
    • ξεδιπλώνω
    • απλώνω
    • ξετυλίγω
    3
  3. Αντώνυμα
    • διπλώνω
    • τσακίζω
    • μαζεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Επεκτείνω κάτι σε όλη του την έκταση.
    • Καθιστώ κάτι ευρύτερα γνωστό ή διαδεδομένο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Απλώσαμε το τραπέζι στο πάτωμα για να φάμε.
    • Οι φήμες απλώθηκαν γρήγορα σε όλο το χωριό.
    2