1. Λέξη
    ξαφνίζω (ρήμα) - (παρόμοια: ξαφνιάζω)
  2. Συνώνυμα
    • εκπλήσσω
    • καταπλήσσω
    • εξαπορρίπτω
    3
  3. Αντώνυμα
    • προειδοποιώ
    • προετοιμάζω
    • προαναγγέλλω
    3
  4. Ορισμός
    • Να προκαλώ έκπληξη σε κάποιον με κάτι απροσδόκητο.
    • Να αιφνιδιάζω κάποιον με μια ενέργεια ή μια είδηση που δεν περίμενε.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο φίλος μου με ξάφνισε με το δώρο που μου έφερε.
    • Η είδηση της προαγωγής του τον ξάφνισε.
    2