Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαφνίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαφνιάζω
)
Συνώνυμα
εκπλήσσω
καταπλήσσω
εξαπορρίπτω
3
Αντώνυμα
προειδοποιώ
προετοιμάζω
προαναγγέλλω
3
Ορισμός
Να προκαλώ έκπληξη σε κάποιον με κάτι απροσδόκητο.
Να αιφνιδιάζω κάποιον με μια ενέργεια ή μια είδηση που δεν περίμενε.
2
Παραδείγματα
Ο φίλος μου με ξάφνισε με το δώρο που μου έφερε.
Η είδηση της προαγωγής του τον ξάφνισε.
2