Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαφνιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαφνιάζομαι
-
ξαφνίζω
-
ξαφνικό
-
ξαφνικά
-
ξαφνικός
)
Συνώνυμα
εκπλήσσω
καταπλήσσω
συγκλονίζω
3
Αντώνυμα
προετοιμάζω
προειδοποιώ
2
Ορισμός
Να προκαλώ έκπληξη ή σοκ σε κάποιον με κάτι απροσδόκητο.
Να κάνω κάποιον να νιώσει έντονη έκπληξη ή δυσαρέσκεια.
2
Παραδείγματα
Οι ειδήσεις με ξάφνιασαν με την απρόσμενη ανακοίνωση.
Τον ξάφνιασε η εμφάνισή μου στο πάρτι, καθώς δεν περίμενε να με δει εκεί.
2