1. Λέξη
    ξαφνιάζω (ρήμα) - (παρόμοια: ξαφνιάζομαι - ξαφνίζω - ξαφνικό - ξαφνικά - ξαφνικός)
  2. Συνώνυμα
    • εκπλήσσω
    • καταπλήσσω
    • συγκλονίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • προετοιμάζω
    • προειδοποιώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να προκαλώ έκπληξη ή σοκ σε κάποιον με κάτι απροσδόκητο.
    • Να κάνω κάποιον να νιώσει έντονη έκπληξη ή δυσαρέσκεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι ειδήσεις με ξάφνιασαν με την απρόσμενη ανακοίνωση.
    • Τον ξάφνιασε η εμφάνισή μου στο πάρτι, καθώς δεν περίμενε να με δει εκεί.
    2