Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαφνικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
ξαφνικό
-
ξαφνικός
-
ξαφνιάζω
)
Συνώνυμα
απροσδόκητα
αιφνιδίως
απροειδοποίητα
3
Αντώνυμα
σταδιακά
βραδυά
αργά
3
Ορισμός
Χωρίς προειδοποίηση ή προετοιμασία.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς να το περιμένει κανείς.
2
Παραδείγματα
Ξαφνικά, άρχισε να βρέχει ενώ ο ήλιος έλαμπε.
Ξαφνικά, άκουσε έναν δυνατό κρότο και τρόμαξε.
2