1. Λέξη
    ξαφνικά (επίρρημα) - (παρόμοια: ξαφνικό - ξαφνικός - ξαφνιάζω)
  2. Συνώνυμα
    • απροσδόκητα
    • αιφνιδίως
    • απροειδοποίητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταδιακά
    • βραδυά
    • αργά
    3
  4. Ορισμός
    • Χωρίς προειδοποίηση ή προετοιμασία.
    • Σε σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς να το περιμένει κανείς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ξαφνικά, άρχισε να βρέχει ενώ ο ήλιος έλαμπε.
    • Ξαφνικά, άκουσε έναν δυνατό κρότο και τρόμαξε.
    2